Το κύρος και το μέλλον της ελληνικής γλώσσας – Θανάσης Νάκας

[Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για την Ελληνική Γλώσσα (9 Φεβρουαρίου) μεταφέρω εδώ κάποιες ακόμη απόψεις μου (βλ. Γλωσσοφιλολογικά, Α΄, κεφ. xvii) με διαχρονική, πιστεύω, ισχύ.]

[ ] Σχετικά με τον λεγόμενο εξωτερικό δανεισμό, τον δανεισμό δηλαδή στοιχείων που κάνει η Νέα Ελληνική από άλλες γλώσσες, δε θα σταθώ στα λεγόμενα ‘άμεσα δάνεια’, που, απροσάρμοστα και ασυμμόρφωτα με το φωνολογικό και το μορφολογικό (κλιτικό) σύστημα της Νέας Ελληνικής, ενοχλούν (όπως ενοχλούν και σε όλες τις άλλες γλώσσες, δεδομένου ότι δεν υπάρχει γλώσσα που να μη δανείζεται).
   Θα σταθώ στα λεγόμενα ‘έμμεσα’ ή ‘μεταφραστικά δάνεια’, όταν δηλαδή αποδίδουμε, με συστατικά της δικής μας γλώσσας, την έννοια ή τον ξένο όρο που δανειζόμαστε, μεταφράζοντας, κατ’ αναλογίαν, ένα προς ένα τα συστατικά τους –για παράδειγμα, το ουρανοξύστης δεν είναι παρά, κατά λέξη μετάφραση του αγγλικού sky-scraper, το αυτοεξυπηρέτηση του self-service, το νόμος-πλαίσιο πιστή απόδοση του γαλλικού loi-cadre, κτλ. κτλ   Δεν είναι όμως η περίπτωση της επιστημονικής ορολογίας, όρων δηλαδή που οι επιστήμονες στην Ευρώπη ήδη από τα χρόνια της Αναγέννησης, με τα φώτα που έδωσε το υποδουλωμένο στο Ισλάμ Βυζάντιο, άρχιζαν να δημιουργούν με συστατικά (συνθετικά) απευθείας από την Αρχαία Ελληνική (και τη Λατινική). Για παράδειγμα, από το αρχαιοελληνικό μύριοι και το πους (του ποδός) κατασκεύασαν οι ζωολόγοι, με μεταγραφή στο λατινικό αλφάβητο, το myriapoda, που στα Γαλλικά έγινε myriapodesΈτσι, αν πάμε πάλι στα Γαλλικά, πλάστηκαν και τα cinématographe, téléscope, astronaut, hypertrophie, prognathisme, dermatologie, écοlogie, photométrie και χιλιάδες άλλα. Με μια μικρή αλλαγή στην κατάληξη, λόγω της προσαρμογής τους στο μορφολογικό σύστημα της κάθε γλώσσας (π.χ. στα αγγλικά: dermatology, ecology, photometry, κτλ.), τα βρίσκουμε, ακριβώς τα ίδια, και σε άλλες γλώσσες: Ιταλικά, Ισπανικά, Γερμανικά, Ρωσικά, κ.ο.κ. Πρόκειται (το επαναλαμβάνουμε) για μια, με αρχαιοελληνικά υλικά, λεξιπλασία που πραγματοποιείται εκτός της Ελληνικής και που το αποτέλεσμά της δεν έχουμε παρά να το μεταγράψουμε πάλι στο ελληνικό αλφάβητο, προσαρμόζοντάς το στο μορφολογικό σύστημα της Νέας Ελληνικής –άρα, πρόκειται για μιαν ειδική περίπτωση αντιδανεισμού.
   Το γεγονός ότι αυτοί οι ελληνικής αρχής επιστημονικοί όροι που χρησιμοποιούνται ως δάνεια από άλλες γλώσσες μετριούνται κάποτε με χιλιάδες ή και με δεκάδες χιλιάδες (κάποιοι φανατικοί συμπατριώτες μας μέτρησαν στην Αγγλική από είκοσι έως και σαρανταπέντε χιλιάδες τέτοια δάνεια) δικαιολογεί πράγματι, στη μικρή και ανίσχυρη (στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης) Ελλάδα, μια κάποια υπερηφάνεια, που δεν δικαιολογείται λ.χ. για τη μικρή (πάλι στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης) Ολλανδία, Δανία, Πορτογαλία, αλλ’ ούτε και για τη μεγάλη και ισχυρή Γαλλία ή Γερμανία. Αυτό, όμως, πολύ απέχει από το να επιτρέπει ελπίδες για τη διεθνοποίηση της Ελληνικής (δηλαδή της Νέας Ελληνικής) ως γλώσσας καθημερινής επικοινωνίας (lingua franca) ανά τον πλανήτη, όπως εύχονται κάποια Σωματεία που έχουν συσταθεί ειδικά γι’ αυτό το σκοπό στη χώρα μας.
   Ο γλωσσικός ηγεμονισμός της Αγγλοαμερικανικής οφείλεται, εκτός των άλλων, και στη στρατιωτική υπεροπλία και την οικονομική παντοδυναμία των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής –και η Ιστορία αποδεικνύει ότι άλλες γλώσσες, για τους ίδιους λόγους, έπαιξαν άλλοτε τον ρόλο αυτό, όπως και η Αρχαία Ελληνική επί Μεγάλου Αλεξάνδρου. (Στις κατακτημένες από τον Αλέξανδρο περιοχές, όπως και σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, η αρχαία ελληνική δραχμή είχε την ισχύ του σημερινού δολαρίου ή του ευρώ).
   Αναφορικά όχι τόσο με το μέλλον όσο με το κύρος της Νεοελληνικής μας γλώσσας, θα ήθελα να ανασκευάσω μιαν ακόμα επιστημονικά ατεκμηρίωτη εκτίμηση σε ό,τι αφορά ορισμένη υποκατηγορία έμμεσων (μεταφραστικών) δανείων ή που θεωρούνται ως τέτοια: πρόκειται για τις ρηματικές περιφράσεις (αγγλιστί phrasal verbs, γαλλιστί locutions verbales) του τύπου βάζω ή θέτω σε λειτουργία αντί του απλού λειτουργώ, δίνω θάρρος αντί ενθαρρύνω, κάνω εντύπωση, κάνω πόλεμο ή κάνω τσιγάρο αντί του απλού εντυπωσιάζω, πολεμώ ή καπνίζω, κ.τ.ό. Ορισμένοι σύγχρονοι καθαρολόγοι και γλωσσαμύντορες υποστηρίζουν 1) ότι πρόκειται για πρόσφατα δάνεια, μέσω κάποιων «άθλιων» μεταφράσεων, από γλώσσες που διαθέτουν τέτοιου είδους ρηματικές περιφράσεις, όπως η Γαλλική (donner ή ανοir l’impression, poser une question, faire l’amour), η Ιταλική (fare l’amore, fare una grazzia, fare il bagno), η Αγγλική (make love, make war, give a wash) κτλ. κτλ. και 2) (υποστηρίζουν οι καθαρολόγοι) ότι αυτές οι περιφράσεις υποβαθμίζουν και ισοπεδώνουν τη γνήσια ελληνική έκφραση που επιτυγχάνεται με το μονολεκτικό ρήμα.
   Η καθαρή επιστημονική απάντηση, αρχίζοντας από το δεύτερο σημείο, είναι πως ο περιφραστικός μηχανισμός κάθε άλλο παρά ισοπεδώνει, αντιθέτως εμπλουτίζει με εννοιολογικές αποχρώσεις την έκφραση : το βάζω σε λειτουργία (πχ. το μηχάνημα) δηλώνει την αρχική φάση της διαδικασίας, το κρατώ σε λειτουργία δηλώνει τη μεσαία φάση της ίδιας διαδικασίας (με άλλες περιφράσεις δηλώνεται και η τελική φάση), ενώ με το μονολεκτικό λειτουργώ αυτές ακριβώς οι αποχρώσεις ‘ποιού ενεργείας’ (aspect) χάνονται ή εξουδετερώνονται. Εξάλλου, το κάνω έρωτα σ’ έναν ευπρεπή λόγο δεν μπορείς να το αντικαταστήσεις με το μονολεκτικό του ισοδύναμο στη Νέα Ελληνική, ενώ το κάνω πάταγο, κάνω θραύση, κάνω σκι και πλήθος άλλα δεν μπορείς να τα αντικαταστήσεις με κανένα μονολεκτικό ρήμα –που θα πει ότι, μέσω των περιφράσεων, ρηματοποιούνται ονοματικά στοιχεία του λεξιλογίου που άλλως πως θα έμεναν ανενεργά (θα μπορούσα να μιλάω ώρες για τα πλεονεκτήματα των περιφράσεων).(i)
   Τέλος, ως προς το πρώτο σημείο : ναι, έχουν δίκιο οι σύγχρονοι καθαρολόγοι, ορισμένες απ’ αυτές τις περιφράσεις είναι δάνεια, αλλά καθόλου πρόσφατα (η μομφή διατυπώθηκε λίγο μετά την καθιέρωση της δημοτικής ως επίσημης γλώσσας, για να φανεί ότι υπάρχει ‘γλωσσικό πρόβλημα’ και ότι η Νέα Ελληνική, όσα προτερήματα και αν έχει, είναι, σε σχέση με την Αρχαία Ελληνική, κατώτερη και ανισότιμη). Δείτε πώς, με αυτόν τον τρόπο, προσφέρεις κακή υπηρεσία και στην υπόθεση των Αρχαίων Ελληνικών : το κάνω πόλεμο υπάρχει στη γλώσσα εδώ και κάποιους αιώνες, θυμηθείτε το στίχο : η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια του δημοτικού τραγουδιού. Ο Άνθιμος Παπαδόπουλος, ο πρώτος αρχισυντάκτης του λεξικού της Ακαδημίας, υποστήριξε σε ειδική μελέτη ότι το λαμβάνω χώραν είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ‘γαλλισμού’ (απόδοση του avoir lieu) στα ελληνικά. Με τη βοήθεια του «Θησαυρού της Ελληνικής Γλώσσας» (και άλλων ψηφιοποιημένων σωμάτων ελληνικών κειμένων) αναζητήσαμε την εμφάνιση αυτής της περίφρασης και διαπιστώσαμε ότι όχι μόνον το λαμβάνω χώραν είναι αρχαίο (όπως το διαπίστωσε και ο Άνθιμος Παπαδόπουλος και ανασκεύασε την άποψή του) αλλά και ότι το αντίθετό του, το δίδωμι χώραν («ἳνα μὴ δώσητε χώραν τῷ Σατανᾷ, π.χ.), είναι συνηθισμένη έκφραση στην εκκλησιαστική γλώσσα.
   Ερευνώντας πρόχειρα στο Λεξικό της Βυζαντινής Δημώδους Γραμματείας του Κριαρά (στα λήμματα δίδω και κάμνω) βλέπει κανείς ότι στη λαϊκή γλώσσα της περιόδου που καλύπτει το λεξικό (1100 – 1669) όχι μόνο αφθονούν αυτού του είδους οι περιφράσεις, αλλά και ότι πολλές απ’ αυτές διασώζονται στη χρήση και σήμερα: δίδω λόγον, δίδω όρκον, δίδω δίκιο, κάνω πόλεμο, κάμνω θόρυβον, κάνω απόφαση, βάζω βουλή, κτλ.
   Και, εν κατακλείδι –υπόθεση που υπερασπίζεται πολύ πιο ουσιαστικά την υπόθεση των Αρχαίων Ελληνικών– ποιος μας λέει ότι τα ποιούμαι πόλεμον / ειρήνην / σπονδάς, λαμβάνω ή δίδωμι δίκην, δίδωμι ψήφον / χάριν / όρκον, τα οποία (μαζί με πλήθος άλλου είδους ρηματικές περιφράσεις) αφθονούν στα κείμενα της κλασικής και της μετακλασικής περιόδου, δεν πέρασαν κατά την Αναγέννηση, μέσω των μεταφράσεων, στις ακαλλιέργητες –ακόμη τότε– Ευρωπαϊκές γλώσσες, οπότε, όταν αργότερα το σκλαβωμένο γένος αντλεί πάλι τα φώτα από την Εσπερία με πληθώρα μεταφράσεων από τις γλώσσες αυτές, δεν τα ξαναπαίρνουμε πάλι πίσω με τη μορφή αντιδανείων;

i. Βλ. Θανάσης Νάκας, Γλωσσοφιλολογικά, Β΄ [κεφ. 6], Πατάκης.

Πηγή:  culturebook

Δημοσιεύθηκε στην Νέα και χαρακτηρίσθηκε , , , . Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.